- στωϊκεύομαι
- στωϊκ-εύομαι,A play the Stoic,
πρός τινα Numen.
ap. Eus.PE14.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τινα Numen.
ap. Eus.PE14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στωικεύομαι — στωϊκεύομαι ΝΑ [στωϊκός] νεοελλ. είμαι ή προσπαθώ να είμαι απαθής αρχ. παριστάνω τον στωικό … Dictionary of Greek
ἐστωικεύετο — στωικεύομαι play the Stoic imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)